Αχιλλέας Κυριακίδης: «Σώμα»
Μια σκιά μπροστά στον «ξαφνικό παροξυσμό του μέλλοντος που αδημονεί» μπορεί να είναι ένα «τίποτε». «Η σκιά της όμως, ήταν όλα, όλα».
Πού μπορεί να παραπέμπει το μότο του βιβλίου; Όταν μάλιστα ακολουθείται από τον στίχο του Καρούζου («πόσο δεν θέλω να πεθάνω»), την αναφορά στον Σοφοκλή (με τη γη αλλά και το σώμα που υπόκειται στη φθορά του παγκρατούς χρόνου) και το ανέλπιστο ερώτημα «Η ψυχή έχει σώμα;» (του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και Φιλίπ Σολέρς);
Με την ολιγοσέλιδη νουβέλα του Σώμα ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ίσως ο πιο συνειδητός, ο πιο ακραιφνής Έλληνας οπαδός της μικρής φόρμας, αποδίδει με τη δική του ιδιότυπη γραφή το πάθος του σώματος, τη σχέση του με τη μνήμη αλλά και με τα βαθύτερα κοιτάσματα της γλώσσας, της ψυχής και της αίσθησης.
Ήρωας της νουβέλας ο Μάρτης Σταύρου, φιλόλογος δεινός, του οποίου η πορεία στη ζωή αποδίδεται περίπου ζωγραφικά με πέντε κεφάλαια-πινελιές. Ο ήρωας που ακούει στο όνομα του ελάσσονος οσίου Μαρτινιανού, επιλέγεται ευστόχως ως ο καταλληλότερος να μιλήσει για τα πάθη του σώματος, με τη μνήμη να τρέχει αδιάκοπα εκφράζοντας τον εσωτερικό πλούτο του πνεύματός του, το οποίο τον καθοδηγεί και οριοθετεί τις στιγμές του. Στη νουβέλα, ωστόσο, τον πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει το σώμα.
Το παρελθόν κάθε ανθρώπου εγγράφεται πάνω στο σώμα του, που κάποια στιγμή θα αναμετρηθεί με τον θάνατο και θα νικηθεί. Ανεξάρτητα από το αν η μνήμη παραμένει άτρωτη, το σώμα θα συνεχίζει να υπενθυμίζει το παρελθόν, καθιστάμενο έτσι το μοναδικό ακριβές όργανο μέτρησης του χρόνου. Επειδή η μνήμη είθισται να ξεχνά, το σώμα όμως ποτέ.
Ο χρόνος αποτελεί στοιχείο φθοροποιό για όλους αδιακρίτως, όμως «εγώ είμαι της Θυσίας, εγώ είμαι εκείνου του θανάτου που αναβάλλεται, που ακυρώνεται γιατί ο αφέτης έσφαλε στον πυροβολισμό, εγώ είμαι εκείνης της ζωής που επιμένει, πείσμων, τούτο το σώμα θέλω να περάσει άβροχο την ερυθρά του θάλασσα, να φτάσει απέναντι με όλες τις μνήμες του άτρωτες. Το σώμα μου. Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;» αναρωτιέται ο ήρωας. Εικόνες, γραμματικά σχήματα, ύφος, εσωτερικός ρυθμός, όλα συντελούν στην απόδοση των χαρακτηριστικών στιγμών, από την αποσόβηση της περιτονίτιδας (1965) χάρη στον γενναιόδωρο οδηγό ταξί («που τον πήγε αμισθί στο Πρώτων Βοηθειών», «κι από κει με το γνωστό αλαλάζον ερυθρόλευκο όχημα, ο Μάρτης διακομίστηκε στο Ιπποκράτειο»), μέχρι την ακατάληπτη γλώσσα ενός αποστεωμένου γέροντα στο διπλανό κρεβάτι. Πώς να συνεννοήθηκε άραγε αυτός ο εξωτικός άνθρωπος με τους θεράποντες στο νοσοκομείο; Η σκηνή θυμίζει στον ήρωα ένα διήγημα του Αμερικανού Κρίστιαν Γκρέινβιλ, «για κάποιον που αφικνείται σ’ ένα αεροδρόμιο, όπου ομιλείται μία σκληρή αφωνήεσσα γλώσσα, και μόνο στο τέλος του διηγήματος ο αναγνώστης συνάγει ότι αυτό το αεροδρόμιο είναι ο θάνατος, ότι αυτό ακριβώς είναι ο θάνατος: η αδυναμία επικοινωνίας και συνεννόησης με τους άλλους».
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ίσως ο πιο συνειδητός, ο πιο ακραιφνής Έλληνας οπαδός της μικρής φόρμας, αποδίδει με τη δική του ιδιότυπη γραφή το πάθος του σώματος, τη σχέση του με τη μνήμη αλλά και με τα βαθύτερα κοιτάσματα της γλώσσας, της ψυχής και της αίσθησης.
Στοιχεία που θερμαίνουν και παράλληλα χρωματίζουν το κείμενο έχουν να κάνουν με την αφήγηση της ζωής του Μαρτινιανού Σταύρου. Οικογενειακή νομιμότητα (γάμος με την Ελένη, απόκτηση τέκνου), επαγγελματική ανέλιξη (λυκειάρχης σε μεγάλο ιδιωτικό), ενασχόληση με τη λογοτεχνία (κάμποσες μελέτες του δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά, μια συλλογή του εκδίδεται με ψευδώνυμο) και τέλος μια «ανεξήγητα βίαιη επίθεση». Αργότερα (Πάσχα του ’86) η Ελένη τον ξεπροβοδίζει στο Ελληνικό για τη Ρουμανία προκειμένου να συναντήσει τον καθηγητή Λάζαρ Λούκα, από τους λίγους που είχαν επιστρέψει από το Άουσβιτς και δεν είχαν μεταναστεύσει στο τότε νεοσύστατο Ισραήλ. Η «μελαγχολία της αξιοπρέπειας» αποτυπώνεται έξοχα από τον Κυριακίδη: «[…] ακόμα κι όταν ο καθηγητής χαμογελούσε, το βλέμμα του δεν ακολουθούσε την ευφροσύνη του στόματος, λες κι ένας νοητός ισημερινός χώριζε το κεφάλι του στα δύο, λες και στο άνω ημισφαίριο ήτανε πάντα νύχτα». Απορίες γλωσσικές όμως δεν λύθηκαν με την επίσκεψη αυτή, ούτε καν με την αλληλογραφία που ακολούθησε μέχρι την αυτοκτονία του καθηγητή. Στη μνήμη του Μάρτη θα μείνουν τα λόγια του Λούκα: «Το σώμα, αγαπητέ μου. Πόσο αδικήθηκε από τις ιδέες! Οι φωτογραφίες των επιζώντων, θα ’χετε δει, δείχνουν ποιο ήταν το πιο μιαρό έγκλημα αυτής της ασύλληπτης παρανοϊκής τελικής λύσης, πιο ανόσιο ακόμα κι απ’ το θάνατο: η βεβήλωση του σώματος, η συντριβή του κάλλους, η απόλυτη ταπείνωσή του». Όσο για τη γλώσσα, ο Μάρτης θα κρατήσει τη συμβουλή του καθηγητή: «κάντε ό,τι θέλετε, γράψτε την όλη απ’ την αρχή, όπως τη θέλετε, όπως νομίσατε ότι ήταν και την αγαπήσατε… ο δρόμος σας ανοιχτός… ορμήστε, ή όπως θα έλεγε ο Ρεμπώ, réinventez!».
Λέξεις διάφορες, ακατάληπτες σε γλώσσα ομοίως ακατάληπτη. Σαν εκείνες που είχε ακούσει «παραμιλητές και ιδρωμένες από πόνο σ’ ένα προσκεφάλι διπλανό νοσοκομείου» ή σαν εκείνη την «απροκάλυπτη και άγαρμπη συρραφή ξένων στίχων που ιδρωκοπούσαν να δικαιώσουν το νεολογισμό ενός τίτλου…». Ο Μάρτης θυμάται έντονα τη σκηνή με το εξώραφο τέρας που περνιέται για ποιητικό σώμα.
Εμείς ας μείνουμε στην άποψη του Έλιοτ: «οι κακοί ποιητές μιμούνται, οι καλοί κλέβουν».
Η νουβέλα του Αχιλλέα Κυριακίδη, σύντομη, όμως ανοιχτή, πολύσημη, είναι ενδεικτική της άποψης του Αλέξανδρου Αργυρίου ότι «η λογοτεχνία δεν έχει προορισμό παρά να υπακούει στον εαυτό της». Όσο για το άδειο καπέλο που αιωρείται λευκό στο γκριζόμαυρο φόντο του εξωφύλλου, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το πρώτο κλασικό εικονογραφημένο που διάβασε ο ήρωας στα έξι του και του οποίου «η μυρωδιά έμελλε να τον συνοδεύει σε κάθε διαφυγή του από λογής υπονόμους, στο θάνατο κάθε Φαντίνας – η μυρωδιά και η εικόνα ενός καπέλου που επέπλεε στο ποτάμι, σηματοδοτώντας τον αμετάκλητο πνιγμό του κακού».
Σώμα
Αχιλλέας Κυριακίδης
Πατάκης
62 σελ.
ISBN 978-960-16-7748-4
Τιμή: €5,50
πηγή : diastixo.gr