«Μπάρμπαρα» την Τετάρτη από το cine-Δράση Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕΤ

2016-11-07 17:26

«Όταν χάνεις το παρελθόν σου, δε θα έχεις μέλλον». Άννα Σέγκερ.

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945, η ηττημένη Γερμανία χωρίζεται σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη διοίκηση των οποίων αναλαμβάνουν οι νικήτριες δυνάμεις, ΗΠΑ, Γαλλία, Μ. Βρετανία και ΕΣΣΔ. Με ανάλογο τρόπο χωρίζεται και το Βερολίνο, σε ανατολικό και δυτικό. Τον Μάρτιο του 1948 οι Δυτικές δυνάμεις ενώνουν τους τομείς έλεγχου τους και δημιουργούν τη Δυτική Γερμανία. Το 1949 τα γερμανικά εδάφη που κατείχε η Σοβιετική Ένωση σχηματίζουν κρατική οντότητα με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ).

Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου, περισσότερο από 40 χρόνια, το έδαφος των δύο νέων κρατών αποτέλεσε το πεδίο της λυσσαλέας πάλης ανάμεσα το δύο αντίθετα κοινωνικό-οικονομικά συστήματα. Ο σχηματικός αυτός διαχωρισμός μιας χώρας και μιας πόλης σε δύο κομμάτια που ολοκληρώθηκε με το Τείχος του Βερολίνου, (ξεκίνησε να κτίζεται στις 13 Οκτώβρη του 1961), εκτός από τις δυσάρεστες πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνέπειες, τις οποίες ακόμα η ιστορία δεν έχει αποτιμήσει, κατέστρεψε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οικογένειες χωρίστηκαν και δεν ξαναενώθηκαν ποτέ, δεσμοί διαλύθηκαν, άυλες κληρονομιές και υλικές περιουσίες χάθηκαν. Στις 9 Νοεμβρίου του 1989, η κυβέρνηση της ΛΔΓ αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις που προκλήθηκαν σε όλες τις τότε σοσιαλιστικές χώρες ως συνέπεια της σοβιετικής περεστρόικα, άνοιξε τα σύνορα της χώρας προς τη Δύση. Κατόπιν τούτου το 28χρονο πλέον Τείχος άρχισε να κατεδαφίζεται πάραυτα με πρωτοβουλία των Βερολινέζων. Ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία ξαναενώθηκε.

Σήμερα οι μνήμες αυτής της όχι και τόσο μακρινής εποχής είναι ακόμα ζωντανές και οι τραυματικές εμπειρίες απασχολούν την ιστορία και την τέχνη. Για το θέμα έχουν γραφεί αναρίθμητα μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, ενώ δεκάδες ταινίες («Τα φτερά του έρωτα», «Οι ζωές των άλλων», «Goodbye Lenin») αντλούν την έμπνευσή τους από τις ανοιχτές ακόμα πληγές της διχοτόμησης, αλλά και τον άδικο σε βάρος των κατοίκων του Ανατολικού τμήματος της χώρας, τρόπο με τον οποίο ρυθμίστηκε η ενοποίηση.

Συνήθως λέμε ότι «η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Αυτό ισχύει και για το σινεμά. Η μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή με αυτή τη θεματολογία και κυρίως αυτή που χρηματοδοτείται από κρατικές πηγές, αν και συχνά είναι άρτια καλλιτεχνικά, προβάλει την άποψη των νικητών και κυρίως των απολογητών του συστήματος που επιβίωσε της μάχης. Η αλήθεια είναι ότι τα δύο τμήματα της ενιαίας σήμερα χώρας αποτελούσαν ταυτόχρονα σημείο τομής και σημείο συνάντησης του Ανατολικού με το Δυτικό κόσμο. Η ύπαρξη του κάθε ενός ασκούσε μεγάλη αλληλεπίδραση στους λαούς. Όπως λέει ο σκηνοθέτης «...στη Δυτική και στην Ανατολική Γερμανία ο καπιταλισμός με τον κουμμουνισμό είχαν μεταξύ τους μια φοβερή αλληλεπίδραση καθώς και μια σχέση μεγάλης αγάπης... Στην Ανατολική Γερμανία ο κόσμος ονειρευόταν να ζήσει με ό,τι θεωρούσε πως του είχε στερηθεί αλλά συνέβαινε και το αντίθετο...». Η προσέγγιση της ιστορίας με έναν τρόπο που παρουσιάζει τα πάντα μίζερα και σκοτεινά στην μια πλευρά και τα πάντα χαρούμενα και φωτεινά στην άλλη, είναι απλοϊκή και αδυνατεί να ρίξει φως στα γεγονότα και τις συνέπειές τους πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

Ο Christian Petzold είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος προσπαθεί να σταθεί κατά το δυνατόν αντικειμενικά απέναντι στην ιστορία. Στην προηγούμενη από την «Barbara» ταινία του «Yella», πραγματεύεται την αποτυχία του καπιταλιστικού συστήματος να εξασφαλίσει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τους πολίτες του. Στην Barbara το θέμα του διαίρεσης της Γερμανίας και το αναπόφευκτο τέλος αυτού του ακατανόητου διαχωρισμού, αντιμετωπίζεται μέσα από τη ιστορία μιας ερωτευμένης γυναίκας, στη ζωή της οποίας κυριαρχεί ο φόβος της επιτήρησης που διαπερνά ολοκληρωτικά τις διαπροσωπικές της σχέσεις.


Καλοκαίρι στη ΛΔΓ το 1980. Η γιατρός Μπάρμπαρα, επηρεασμένη από το γενικό κλίμα φυγής έχει κάνει αίτηση να μεταναστεύσει στο Δυτικό Βερολίνο όπου βρίσκεται ο αγαπημένος της. Για το λόγο αυτό τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση σε ένα επαρχιακό παραλιακό νοσοκομείο. Εκεί συναντά τον Αντρέ, διευθυντή του νοσοκομείου ο οποίος ζει μια κατάσταση ανάλογη με τη δική της. Προφανώς για παρόμοιους πειθαρχικούς λόγους βρίσκεται καθηλωμένος στις ακτές της Βαλτικής, ενώ φαίνεται υποχρεωμένος να δίνει στην Υπηρεσία Ασφαλείας (Στάζι) πληροφορίες για τους ασθενείς, το προσωπικό και φυσικά την Μπάρμπαρα.

Η ηρωίδα μας, σαν φάντασμα που παρασύρεται από τη ζωή, αρχικά θεωρεί την νέα κατάσταση ως παιχνίδι αναμονής μέχρι τη πολυπόθητη στιγμή που ο εραστής της θα οργανώσει την απόδρασή της. Απόμακρη και μελαγχολική, ζει απομονωμένη, κλεισμένη ερμητικά στον εαυτό της με τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της νεκρωμένα. Το νέο της διαμέρισμα, οι γείτονες της, οι συνάδελφοι, οι ομορφιές της καλοκαιρινής υπαίθρου δεν της προσφέρουν ευτυχία ή έστω ανακούφιση. Πολύ καλή στο επάγγελμά της, προσέχει ιδιαίτερα τους νέους ασθενείς της και είναι ψύχραιμη με τους συναδέλφους της. Το ευγενικό πρόσωπο, το γεμάτο θέρμη και κατανόηση χαμόγελο του διευθυντή που αναγνωρίζει τις επαγγελματικές της ικανότητες, την συμπονά, την φροντίζει, την καλύπτει όταν βοηθά μια νεαρή να το σκάσει, την μπερδεύουν.

Οι προθέσεις του είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό για αυτήν: την κατασκοπεύει ή είναι ερωτευμένος μαζί της; Και αυτή η ανασφάλεια την κάνει, όσο η ημέρα της προγραμματισμένης διαφυγής πλησιάζει, να χάνει την αυτοπεποίθησή της και την πίστη στα σχέδιά της. Τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο όταν βρίσκεται στην ανάγκη να πάρει επείγουσες αποφάσεις που ξεπερνούν τη δική της ζωή και ελευθερία και αφορούν ασθενείς της για τους οποίους προσωποποιεί τη μοναδική ελπίδα. Τότε για πρώτη φορά αποχωρίζεται το ψυχρό προσωπείο της, αφήνει ελεύθερα τα καλύτερα στοιχεία του χαρακτήρα της και παραδίδει μαθήματα αυταπάρνησης, θέλησης για ζωή, πραγματικής αγάπης, αυτοθυσίας και ηθικού σθένους.

Ο Petzold, η ζωή του οποίου καθορίστηκε από το γεγονός οι γονείς του πέρασαν με νόμιμες διαδικασίες από την αριστερή πλευρά στη δεξιά, αλλά κράτησαν πάντα ζωντανές τις σοσιαλιστικές τους αναμνήσεις και δεν ενσωματώθηκαν στη νέα κουλτούρα, δείχνει εδώ να αναλογίζεται και για τη δική του τύχη. Με απλό, μινιμαλιστικό και παράλληλα γλαφυρό και ρεαλιστικό ύφος, αποτυπώνει μια δύσκολη εποχή της Γερμανίας και όχι μόνον. Μεταφέρει χωρίς διδακτισμούς ή δογματισμούς καθαρά τα αδιέξοδα της συγκεκριμένης κοινωνίας, το κλειστοφοβικό κλίμα, τον διαρκή εκφοβισμό, την παντελή στέρηση ατομικής ελευθερίας. Και μέσα σε όλα αυτά, καταφέρνει να περάσει, κυρίως στο ανατρεπτικό τέλος του φιλμ, με ευφυή τρόπο μηνύματα αισιοδοξίας, ρομαντισμού και ανθρωπιάς. Η ηρωίδα του δεν αποτελεί μόνον το σιωπηλό σύμβολο των καταπιεσμένων στις χώρες του αποκαλούμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι το παγκόσμιο σύμβολο κάθε καταπιεσμένης ανθρώπινης ύπαρξης, άνδρα ή γυναίκας οπουδήποτε στη γη κυριαρχούν αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα.

Η Νίνα Χος, μία από τις καλύτερες θεατρικές και κινηματογραφικές ηθοποιούς της σύγχρονης Γερμανίας, (εδώ στην πέμπτη της συνεργασία με τον σκηνοθέτη), αποδίδει εσωτερικά και αυθεντικά το ρόλο μιας γυναίκας διχασμένης ανάμεσα σε δύο άνδρες και δύο αντίπαλα κοινωνικά συστήματα. Μιας γυναίκας σε συναισθηματικό τέλμα που όποια απόφαση και να πάρει, θα είναι σε άμεση εξάρτηση από την κρατούσα πολιτική κατάσταση. Το δίλημμα μεταξύ της υπόσχεσης ευημερίας του καπιταλισμού και του σοσιαλιστικού ονείρου αποδεικνύεται οδυνηρό.

Η ταινία τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο 62ο Φεστιβάλ Βερολίνου (2012) και διεκδίκησε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, (2013), ενώ απέσπασε μεγάλο αριθμό διακρίσεων στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου.


Γερμανία 2012. Διάρκεια: 105΄. Σκηνοθεσία: Christian Petzold. Σενάριο: Christian Petzold, Harun Farocki. Πρωταγωνιστούν: Nina Hoss, Ronald Zehrfeld, Rainer Bock.